καταμηνύσῃ — καταμηνύσηι , καταμήνυσις information fem dat sg (epic) καταμηνύ̱σῃ , καταμηνύω point out aor subj mid 2nd sg καταμηνύ̱σῃ , καταμηνύω point out aor subj act 3rd sg καταμηνύ̱σῃ , καταμηνύω point out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμήνυση, ψευδής — (Νομ.). Το αδίκημα της αναγγελίας ή της έγκλησης σε βάρος τρίτου για δήθεν διάπραξη από μέρους του αξιόποινης πράξης ή εκτέλεσης ή παράλειψης άλλων πράξεων (για παράδειγμα, υποβολή, αλλοίωση ή απόκρυψη αποδεικτικού μέσου), οι οποίες τον καθιστούν … Dictionary of Greek
ψευδής καταμήνυση — Είναι το έγκλημα που προβλέπεται από το άρ. 229 ΠΚ. Το έγκλημα συνίσταται στο ότι καταγγέλει κάποιος στις αρχές ή υποβάλλει μήνυση σε βάρος ενός άλλου όπου αναφέρει ότι δήθεν διέπραξε μια αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με τον σκοπό να… … Dictionary of Greek
ψευδής — ές, ΝΜΑ (για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α … Dictionary of Greek
καταμήνυμα — καταμήνυμα, τὸ (Μ) [καταμηνύω] η καταμήνυση … Dictionary of Greek
καταμηνυτικός — ή, ό [καταμηνυτής] 1. αυτός που αναφέρεται στην καταμήνυση 2. ο επιρρεπής στο να καταμηνύει … Dictionary of Greek