καταμήνυση

καταμήνυση
η (AM καταμήνυσις) [καταμηνύω]
υποβολή μηνύσεως εναντίον κάποιου, καταγγελία
νεοελλ.
φρ. (νομ.) «ψευδής καταμήνυση» — η αναληθής ενοχοποίηση ενός προσώπου για τέλεση αξιόποινης πράξης ενώπιον δικαστικής αρχής, εν γνώσει τής αναλήθειας τής ενοχοποίησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταμηνύσῃ — καταμηνύσηι , καταμήνυσις information fem dat sg (epic) καταμηνύ̱σῃ , καταμηνύω point out aor subj mid 2nd sg καταμηνύ̱σῃ , καταμηνύω point out aor subj act 3rd sg καταμηνύ̱σῃ , καταμηνύω point out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμήνυση, ψευδής — (Νομ.). Το αδίκημα της αναγγελίας ή της έγκλησης σε βάρος τρίτου για δήθεν διάπραξη από μέρους του αξιόποινης πράξης ή εκτέλεσης ή παράλειψης άλλων πράξεων (για παράδειγμα, υποβολή, αλλοίωση ή απόκρυψη αποδεικτικού μέσου), οι οποίες τον καθιστούν …   Dictionary of Greek

  • ψευδής καταμήνυση — Είναι το έγκλημα που προβλέπεται από το άρ. 229 ΠΚ. Το έγκλημα συνίσταται στο ότι καταγγέλει κάποιος στις αρχές ή υποβάλλει μήνυση σε βάρος ενός άλλου όπου αναφέρει ότι δήθεν διέπραξε μια αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με τον σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • ψευδής — ές, ΝΜΑ (για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α …   Dictionary of Greek

  • καταμήνυμα — καταμήνυμα, τὸ (Μ) [καταμηνύω] η καταμήνυση …   Dictionary of Greek

  • καταμηνυτικός — ή, ό [καταμηνυτής] 1. αυτός που αναφέρεται στην καταμήνυση 2. ο επιρρεπής στο να καταμηνύει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”